λούπα

λούπα
(I)
λούπα, ἡ (ΑM)
λύκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lupa, θηλ. τού lupus «λύκος»].
————————
(II)
η
αμφίκυρτος μικροσκοπικός φακός που χρησιμεύει ως απλό μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loupe «αμφίκυρτος φακός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λούπα — λούπᾱ , λούπης masc nom/voc/acc dual λούπᾱ , λούπης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοῦπα — λούπης masc voc sg λούπης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπας — λούπᾱς , λούπης masc acc pl λούπᾱς , λούπης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπαν — λούπᾱν , λούπης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυποσκόπιο — το, Ν λούπα (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + σκόπιο*] …   Dictionary of Greek

  • υφασματοσκόπιο — το, Ν λούπα (II). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφασμα, υφάσματος + σκόπιο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφασματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1884 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”